Μια συνέπεια των πρώτων χρόνων του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» ήταν ότι θόλωσαν τα όρια δράσης μεταξύ CIA και στρατού. Το Πεντάγωνο εισχώρησε σε τομείς, που παραδοσιακά ανήκαν στον χώρο επιρροής της CIA. Ειδικές δυνάμεις άρχισαν να δραστηριοποιούνται μυστικά στο εξωτερικό με τρόπο που ανησύχησε τη CIA, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τις ξένες κυβερνήσεις.
Η κυβέρνηση Ομπάμα τελειώνει τώρα μια προσπάθεια επανασχεδιασμού αυτών των ορίων με μεγαλύτερη προσοχή, εκδίδοντας μια σειρά νέων διοικητικών εντολών για την καθοδήγηση των μυστικών στρατιωτικών αποστολών, γνωστότερων ως «ειδικών προγραμμάτων», ή SAPs.
Η ισχύς ενός συνδυασμού δυνάμεων CIA και στρατού φάνηκε στην επιδρομή της 2ας Μαΐου και την εκτέλεση του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Τα πυρά ανέλαβαν οι ειδικές δυνάμεις του ναυτικού, οι SEALs, που κανονικά κινητοποιούνται σε πολέμους. Επειδή οι SEALs ενεργούσαν στο έδαφος του Πακιστάν, μιας χώρας με την οποία οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε πόλεμο, η CIA επέβλεπε την αποστολή, στο πλαίσιο των κανόνων που της επιτρέπουν να διεξάγει μυστικές αποστολές στο εξωτερικό.
Το σύστημα λειτούργησε στην επιδρομή στο Αμποταμπάντ. Αλλά τα τελευταία 10 χρόνια υπήρξαν περιπτώσεις, που η υπέρβαση των παραδοσιακών ορίων θα δημιουργούσε προβλήματα στις ΗΠΑ. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνουν κατανοητά αυτά τα όρια, τώρα που ο στρατηγός Ντέιβιντ Πετρέους ετοιμάζεται να γίνει αρχηγός της CIA. Αν οι κανόνες δεν είναι σαφείς, η κοινή γνώμη στην Αμερική και το εξωτερικό μπορεί να αρχίσει ν’ ανησυχεί για μια πιθανή «στρατιωτικοποίηση» των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε πώς θόλωσαν αυτά τα όρια μεταξύ 2001 και 2006, όταν ο Ντόναλντ Ράμσφελντ ήταν υπουργός Αμύνης και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας δημιουργούσε καινούργια και δύσκολα νομικά ζητήματα. Στην αρχή, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους αγκάλιασε τις αποφάσεις του Ράμσφελντ, αλλά στα τέλη του 2006, άλλαξε στάση. Σε άλλο άρθρο θα εξεταστεί το ξεκαθάρισμα, που άρχισε το 2007 ο Μπομπ Γκέιτς, διάδοχος του Ράμσφελντ και αποτελεί τη σημαντικότερη, αλλά λιγότερο κατανοητή κληρονομιά του.
Ο Ράμσφελντ ισχυριζόταν ότι οι ενέργειές του ήταν σωστές και απαραίτητες, ανεξαρτήτως του τι έλεγαν οι υπόλοιποι.
Η πίεση για διεύρυνση των μυστικών δραστηριοτήτων του Πενταγώνου άρχισε αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Το Κογκρέσο ενέκρινε «τη χρήση στρατιωτικής βίας» εναντίον της Αλ Κάιντα, που δημιούργησε ένα παγκόσμιο πεδίο μάχης εναντίον τρομοκρατών. Ο Ράμσφελντ ανησυχούσε ότι το Πεντάγωνο δεν χρησιμοποιούσε αποτελεσματικά τα καλύτερα μέσα του, τις καλά εκπαιδευμένες ειδικές δυνάμεις. Αυτή η ανησυχία συμβιβάστηκε με την επιτυχία της μικρής παραστρατιωτικής δύναμης της CIA στον πόλεμο του Αφγανιστάν το 2001.
«Ο Ράμσφελντ ήταν απογοητευμένος από το γεγονός ότι διέθετε αυτή την τεράστια δυνατότητα, χωρίς να μπορεί να τη χρησιμοποιήσει», θυμάται ο Τζον ΜακΛάφλιν, ο οποίος ήταν υπαρχηγός της CIA από το 2000 έως το 2004. Περιγράφει την αρχική προσπάθεια του Πενταγώνου να αναλάβει μυστικές επιχειρήσεις μετά την 11/9 ως «κάτι δυσάρεστο, λανθασμένο, αυτοσχεδιαστικό, καταστροφικό πράγμα».
Ο Ράμσφελντ επινοούσε διαρκώς τρόπους για να επεκτείνει το πεδίο δράσης του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Το 2003 τοποθέτησε τον Στέφεν Κέιμπον στη νέα θέση του υφυπουργού Αμύνης, αρμόδιου για τις μυστικές υπηρεσίες κι επιπλέον ενέκρινε την ανάπτυξη μονάδων των ειδικών δυνάμεων στο εξωτερικό. Αυτές έγιναν γνωστές ως «στρατιωτικοί σύνδεσμοι» ή MLEs, αφού μέρος της αποστολής τους ήταν να συνεργάζονται με τις τοπικές ειδικές δυνάμεις. Αλλά οι MLEs διεξήγαγαν επίσης αυτό που είναι γνωστό ως «επιχειρησιακή προπαρασκευή του πεδίου μάχης» σε χώρες, όπου δεν υπήρχε πόλεμος.
Αξιωματούχοι της CIA και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανησυχούσαν ότι το Πεντάγωνο δημιουργούσε εναλλακτικά πεδία δράσης για μυστικές αποστολές. «Τρελαθήκαμε», θυμάται ο ΜακΛάφλιν. Ο Ράμσφελντ συνεργαζόταν με κατά τόπους σταθμάρχες και διπλωμάτες για την επεξεργασία κανόνων, αλλά η επιδρομή άφησε σημάδια.
Πρώην αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών θυμούνται ευαίσθητες αποστολές για «προπαρασκευή πεδίου μάχης», στο εσωτερικό χωρών όπως το Ιράν. Διάβασα πρόσφατα ένα σημείωμα του Κέιμπον προς τον Ράμσφελντ αναφορικά με ένα τέτοιο «ειδικό πρόγραμμα» το 2006, στο οποίο ζητούσε επέκταση μιας μυστικής αποστολής σε δύο ευαίσθητα αραβικά κράτη.
Αντιμετωπίζοντας με σκεπτικισμό τη γραφειοκρατία της CIA, ο Ράμσφελντ ήθελε τις δικές του εκδοχές. Τέλη του 2001 ίδρυσε τη δική του «Αντιτρομοκρατική Ομάδα Αξιολόγησης» υπό τον υφυπουργό Ντάγκλας Φέιθ. Σύμφωνα με τη βιογραφία του Ράμσφελντ, από τον Μπράντλεϊ Γκράχαμ, το 2009, ο γενικός επιθεωρητής του Πενταγώνου κατέληξε το 2007 ότι αυτή η επιδίωξη για «εναλλακτικές εκτιμήσεις μυστικών πληροφοριών» ήταν «ανάρμοστη».
Ενα άλλο σημείο τριβής ήταν ο εξόριστος Ιρακινός ηγέτης Αχμέντ Τσαλαμπί. Η CIA αρνιόταν να διαπραγματευτεί μαζί του, με το επιχείρημα ότι ήταν αναξιόπιστος. Και σ’ αυτή την περίπτωση, ο Ράμσφελντ ενέκρινε μια εναλλακτική λύση. Ο Τσαλαμπί είχε τον δικό του ειδικό σύνδεσμο το 2003 και 2004, μέσω του οποίου επικοινωνούσε με το Πεντάγωνο.
Εως το 2006 οπότε ο στρατηγός Μάικ Χέιντεν διορίστηκε αρχηγός της CIA ήταν σαφές ότι χρειαζόταν καλύτερος συντονισμός. Ο επικεφαλής των επιχειρήσεων της CIA συμβούλεψε τον Χέιντεν: «Καλωσορίζουμε περισσότερους παίκτες. Απλώς πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι είμαστε συντονισμένοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου